τενεκεδένιος, -ια, -ιο

τενεκεδένιος, -ια, -ιο
τενεκεδένιος, -ια, -ιο και ντενεκεδένιος, -ια, -ιο αυτός που είναι κατασκευασμένος από τενεκέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τενεκεδένιος — και ντενεκεδένιος, α, ο, Ν κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τενεκεδ τού πληθ. τενεκέδες + κατάλ. ένιος (πρβλ. μολυβ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • λευκοσιδηρούς — ά, ούν ο κατασκευασμένος από λευκοσίδηρο, τενεκεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”